- αἰνοῖς
- αἰνέωtellpres opt act 2nd sg (attic epic doric)αἰνόςdreadmasc/neut dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αἴνοις — Αἶνος tale masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴνοις — αἴ̱νοις , αἶνος tale masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμελής — παμμελής, ές (Α) 1. μελωδικότατος («ἐν αἴνοις καὶ παμμελέσιν ὕμνοις εὐχαριστοῡντες τῷ θεῷ», ΠΔ) 2. αυτός που έχει ακέραια όλα τα μέλη του, αρτιμελής, ακέραιος («παμμελῆ ἱερεῑα», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μελής (< μέλος)] … Dictionary of Greek
πιαίνοις — πῑαίνοις , πιαίνω fatten pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)